φθισήνωρ

φθισήνωρ
φθῑσήνωρ , φθισήνωρ
destroying
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθισήνωρ — ορος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που αφανίζει, που φονεύει τους άνδρες 2. καταστρεπτικός, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. δεισ ήνωρ, λυσ ήνωρ. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισ ήνωρ,… …   Dictionary of Greek

  • φθεισήνωρ — φθισήνωρ destroying masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνορος — ον, Α φθισήνωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φθισήνωρ, ορος, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ.] …   Dictionary of Greek

  • φθισήνορα — φθῑσήνορα , φθισήνωρ destroying masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνορες — φθῑσήνορες , φθισήνωρ destroying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνορι — φθῑσήνορι , φθισήνωρ destroying masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθισήνορος — φθῑσήνορος , φθισήνωρ destroying masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”